μαλοῦ — μαλέω pres imperat mp 2nd sg (attic) μᾱλοῦ , μαλός white masc/neut gen sg μαλόω carry off under the arm pres imperat mp 2nd sg μαλόω carry off under the arm imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μάλου — Μάλης masc gen sg Μάλος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερατώ — I Όνομα μυθολογικών προσώπων (Ε. σημαίνει αξιέραστη, αξιαγάπητη). 1. Μία από τις εννέα Μούσες. Κόρη του Δία και της Μνημοσύνης, μούσα της ερωτικής ποίησης και των ύμνων προς τους αθάνατους. Παρουσιάζεται πάντοτε με μια μικρή λύρα στα χέρια (ή με… … Dictionary of Greek
Αμφικτύων — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. O τρίτος βασιλιάς της Αθήνας. Έδιωξε τον πεθερό του Κραναό, διάδοχο του Κέκροπα, υποχρεώθηκε όμως μετά από δώδεκα χρόνια να παραδώσει τον θρόνο στον Εριχθόνιο. Ήταν γιος ή σύγχρονος του Δευκαλίωνα και έφερε στην… … Dictionary of Greek
Κλεοφήμη — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν κόρη της Ερατούς και του Μάλου. Από τον γάμο της με τον Φλεγύα έγινε μητέρα της Αίγλης ή Κορωνίδας και γιαγιά του Ασκληπιού … Dictionary of Greek
Μαλεάτας — Προσωνυμία του Απόλλωνα στο Κυνόρτιο όρος, κοντά στην Επίδαυρο, όπου υπήρχε ιερό αφιερωμένο στον θεό. Οι ανασκαφές απέδειξαν ότι στο ιερό αυτό υπήρχε βωμός από τον 7o αι. π.Χ. Η προσωνυμία αυτή, που ήταν γνωστή και στη Σπάρτη και στην Τρίκκη,… … Dictionary of Greek